Οι αισθήσεις δεν παύουν ποτέ να εκπέμπουν οράματα. Αυτό
το θαύμα, ο άνθρωπος να αναπαράγει εικόνες από το
παρελθόν, να ζωγραφίζει με το νου του τα αντικείμενα της
αγάπης του, να ακούει φωνές μουσικές, να ξυπνά εκείνες τις
κοιμισμένες δυνάμεις που θα τον μεταφέρουν στον τόπο που
επιθυμεί. Εκεί που έζησε, μεγάλωσε, ερωτεύτηκε. Τα
μονοπάτια που ανοίγει ο καθένας από εμάς είναι πάντα
διαφορετικά.
Ακολουθώντας το δικό μου μονοπάτι, που ξεκινάει σήμερα
απ’ την ψυχή μου, μεταφέρομαι στο χωριό που γεννήθηκα και
μεγάλωσα, όπου δεσπόζει ο υπεραιωνόβιος πλάτανος στην
αυλή του αείμνηστου χωριανού μου Θανάση Στεργίου. Φιλικό
και αρχοντικό το γέρικο δέντρο υποδέχεται κάθε περαστικό,
κάθε φίλο, προσφέροντας πλούσια σε όλους «δίκαιους και
άδικους», τη γοητεία των εναλλαγών του.
Άλλοτε πλατύφυλλος και βαθύσκιος και άλλοτε γκρίζος και
γυμνός, με τα κλαδιά του να ικετεύουν τον ουρανό. Άλλοτε με
της παραγωνιάς τα κρύσταλλα κρεμασμένα επάνω του και τον
αμείλικτο βοριά να σπάζει σφυρίζοντας τους γέρικους κλώνους
του. Κι εκεί που μοιάζει παντέρημος και καταδικασμένος,
ξαφνικά, λες και τον άγγιξε το μαγικό ραβδί της καλής
νεράιδας, πλημμυρίζει χυμούς, ζωντανεύει και
μπουμπουκιάζει ολόκληρος.
Και τώρα με την πρώτη πνοή του φθινοπώρου, τα φύλλα του
θα γεμίζουν χρυσοκόκκινα πλουμίδια και σε μια τελευταία
χρωματιστή αποθέωση θα αρχίσουν να ξεραίνονται και να
τρίζουν κάτω από τα βήματα μας. Η μεγαλοπρέπεια
απογυμνώνεται. Η ζωντάνια πεθαίνει.

Αλήθεια, πόσες γενιές είδε να έρχονται και να φεύγουν και
πόσα μυστικά δεν έχει ακούσει, πόσα τραγούδια, πόσα
μοιρολόγια. Βλέπει το μικρό χωριό μου να χάνεται, ενώ
εκείνος μένει εκεί, στο ύψος του, ίσως λίγο σκεφτικός, ποιος
ξέρει; Μπορεί έτσι να μου φάνηκε για λίγο. Κι ενώ το χωριό
μου σβήνει, εκείνος με λυπημένη φωνή λέει: «Δεν μπορεί βρε
παιδιά, εγώ χωρίς ψυχή να ζω πάνω στη γη για αιώνες, κι εσείς
να είστε φτιαγμένοι για πενήντα ή εκατό χρόνια…
Εσείς, που μιλάτε για μένα, για τα βουνά και τις θάλασσες, για
το φως και τα αστέρια, σεις που ερευνάτε το σύμπαν και
φτιάχνετε επιστήμες, τέχνες, πολιτισμούς, σεις που μόνοι μέσα
στη δημιουργία του Θεού ξέρετε ότι υπάρχετε, δεν είναι
δυνατόν να είστε για τόσο λίγο».
Αυτά λες, αγαπημένο μου πλατάνι της παλιάς μου γειτονιάς.
Κάτω απ’ τον ίσκιο σου μεγάλωσα κι εγώ, ακούγοντας χίλιες
δύο διηγήσεις. Κάθε φορά που περνάω μπροστά σου, σου
υπόσχομαι ότι θα ξαναγυρίσω, έως ότου φύγω για πάντα.
Ενώ εσύ θα μείνεις…

Το κείμενο αυτό έχει ξαναδημοσιευτεί και την αφορμή για να
το ξαναδημοσιεύσω μου την έδωσε ένα ντοκιμαντέρ που είδα
το οποίο διαδραματιζόταν στην μονή της Αγίας Λαύρας και
έδειχνε τον ιστορικό υπερεαιωνόβιο πλάτανιο, που εκεί
ορκίστηκαν όλοι οι ήρωες του 1821 πριν ξεκινήσουν την
επάνασταση.

Αφιερωμένο στους χωριανούς μου
Ντίνα Σ. Μήτσου

Follow us: