«Σκεφτόμαστε σύμφωνα με τους κανόνες της φύσης, μιλάμε σύμφωνα
με τους νόμους, ενεργούμε σύμφωνα με τα ήθη και έθιμα μας»,
έλεγε χαρακτηριστικά κάποιος σοφός του περασμένου αιώνα. Και
όντως αυτό ισχύει. Οι νόμοι έρχονται και παρέρχονται, ενώ τα ήθη και
τα έθιμα παραμένουν για αιώνες. Στις μέρες μας, όσο και αν φαίνονται
ξεπερασμένα, αυτά είναι ο κρίκος που συνδέει το χτες με το σήμερα.
Και αξίζει, γι αυτό θα θυμηθούμε πως γιόρταζαν τις Απόκριες στα
χωριά της περιοχής μας.
Στην αρχαία Ελλάδα την ίδια εποχή του χρόνου γιόρταζαν τα
Διονυσιακά με μασκαρέματα, προβιές, κουδούνες, μάσκες και χορούς,
τιμώντας τον Θεό Διόνυσο και σατιρίζοντας τις καταστάσεις και τα
συμβάντα της εποχής. Η εκκλησία μας έθεσε της άλλες βάσεις τις
εκδηλώσεις του Τριωδίου, επιτρέποντας στον άνθρωπο την διασκέδαση
και τη σάτιρα, αλλά μέσα στα επιτρεπόμενα όρια.
Στην περιοχή μας οι γιορτές της Αποκριάς άρχιζαν με τις φωτιές. Τα
παιδιά μάζευαν όλη μέρα φρύγανα και πουρνάρια και το βράδυ άναβαν
φωτιές στους μαχαλάδες, όπως έλεγαν τότε τις γειτονιές. Ο κόσμος
μαζευόταν γύρω από τη φωτιά λέγοντας πιπεράτα αστεία ή χορεύοντας
με Αποκριάτικα τραγούδια, που πολλές φορές, μάλιστα, ήταν και πολύ
τολμηρά, χωρίς όμως να σοκάρεται κανένας. Την τελευταία εβδομάδα
της Αποκριάς δεν έτρωγαν κρέας, ενώ την εβδομάδα της Τυρινής
έτρωγαν τυρόπιτες, στριφτόψωμα και μακαρονόπιτες. Την Κυριακή το
βράδυ μαζεύονταν οι οικογένειες ανά δύο ή ανά τρείς γύρω από τον
μεγάλο σοφρά για να «αποκρέψουνε». Πριν αρχίσουν το φαγητό, ο
νοικοκύρης του σπιτιού έπαιρνε την καραμπίνα και έριχνε τρείς φορές
στον αέρα, θέλοντας να δηλώσει με αυτόν τον τρόπο, ότι το τραπέζι
είναι έτοιμο και πλούσιο και ότι η φαμίλια του είναι καλά. Κατόπιν
σήκωναν το σοφρά με το μικρό τους δάκτυλο λέγοντας: «Άξια η τάβλα
μας ανάθεμα στους εβραίους, και ο Θεός ας συγχωρέσει τις ψυχές».
Μετά το φαγητό συνήθιζαν να κάνουν διάφορες Αποκριάτικες
μικροπονηριές. Για παράδειγμα , κρέμαγαν στην οροφή ένα τηγάνι
μουτζουρωμένο, κόλλαγαν σ’ αυτό ένα κέρμα και προέτρεπαν τα παιδιά
να προσπαθήσουν να το πιάσουν με το στόμα τους. το τηγάνι

περιστρεφόταν και τα μουτράκια των παιδιών γίνονταν μαύρα απ τη
μουτζούρα επίσης, έβραζαν αυγά σφιχτά, τα έδεναν σε μια κλωστή και
τα πέρναγαν μπροστά από τα πόδια. Όποιο παιδί δάγκωνε το αυγό,
πράγμα αρκετά δύσκολο το θεωρούσαν τυχερό. Έτσι, τα αστεία και τα
πειράγματα δίνανε και παίρνανε. Κατόπιν έβγαιναν στις φωτιές και εκεί
συνεχιζόταν το γλέντι και ο χορός μέχρι αργά.
Την επόμενη μέρα, την Καθαρά Δευτέρα, ημέρα νηστείας και σιωπής
για την εκκλησία μας, το γλέντι συνεχιζόταν στην πλατεία του χωριού ή
ακόμα και από σπίτι σε σπίτι. Αυτή την ημέρα έκανε την εμφάνιση του
και ο γύφτος με την αρκούδα και το ντέφι. Το δυστυχισμένο ζώο ήταν
αναγκασμένο να εκτελεί τις εντολές του αφεντικού του κάνοντας
τούμπες ή να μιμίται με ένα καθρεφτάκι τις γυναίκες που έβαζαν ρουζ
στα μάγουλα τους. Φυσικά, ένα τέτοιο θέαμα ήταν το καλύτερο για τα
παιδιά. Έτσι ολοκληρώνονταν οι Αποκριάτικες γιορτές, δίνοντας τη θέση
τους στη Μεγάλη Σαρακοστή, που είχε, και έχει, τα δικά της αρώματα
κατάνυξης και περισυλλογής.

Ντίνα Σ. Μήτσου

Follow us: