Γιατί τους κλαίμε;

 

Τα χειμωνιάτικα ψυχοσάββατα με τις βροχές και το κρύο που τα πράσινα βλαστάρια μόλις ξεμυτίζουν από τη γη, η θύμηση των νεκρών έχει διαφορετικό νόημα.

  Πάμε στα νεκροταφεία να τους «ξυπνήσουμε»  με την παρουσία μας, να τους ζεστάνουμε με το λιβάνισμα και τα κεριά  και να τους κουβεντιάσουμε με τη φωνή του ιερέα όταν το τρισάγιο θα μελετήσει το όνομά τους.

  Τώρα που έβαλα «γιατί τους κλαίμε;» εξηγώ πιο κάτω το νόημα που έχει λαογραφική προσέγγιση, και αφιερώνεται σε όσους έχασαν αγαπημένα πρόσωπα (για παρηγοριά).

  Η παράδοση λέει πως ο Θεός έφτιαξε δύο χώρες, τη χώρα της ζωής και τη χώρα του θανάτου. Στη μέση έβαλε ένα ποτάμι να τους χωρίζει. Οι ζωντανοί έβλεπαν τη χώρα του θανάτου και ζηλεύανε τους νεκρούς γιατί είχανε ξεχάσει τα βάσανα της ζωής και περνούσαν ήρεμα και καλά. Τότε οι ζωντανοί περνούσανε στη χώρα του θανάτου για να ξεχάσουν τα δικά τους βάσανα.

  Όταν είδε ο Θεός ότι η χώρα των ζωντανών άδειαζε, έβαλε στην είσοδο ένα πέπλο μαύρο σαν το βαθύ σκοτάδι και έβαλε δυο τέρατα να τη φυλάνε: τη «θλίψη» και την «απόγνωση». Οι ζωντανοί αφού δε μπορούσαν πλέον να δούνε , άρχισε η φαντασία τους να δουλεύει αντίστροφα και έφτιαξαν τον χάρο, τον κάτω κόσμο και ό,τι φοβερό φέρνει η θύμηση του θανάτου. Τώρα όσο για το «επιμύθιο»: « ζωντανοί μην κλαίτε τους νεκρούς αλλά τους ζωντανούς».

  Πως όμως είναι δυνατόν να μη θρηνήσεις ένα αγαπημένο σου πρόσωπο που το χάνεις για πάντα και κυρίως όταν αφήνει πίσω του «μνήμη αγαθή» ; Όμως από την άλλη, θα μείνει για πάντα επίκαιρο το ποίημα του Λορέντζου Μαβίλη, που μας δίνει ελπίδες:

 

                                    «Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονούν 

                                    την πικρία της ζωής. Όντας βυθήση

                                    ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήση,

                                    μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να’ ναι.

                        

                                    Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε 

                                    στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση

                                    μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίση,

                                    α’ στάξη γι’ αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε

 

                                     Κι αν πιούν θολό νερό ξαναθυμούνται,
                                    διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι,
                                    πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται…

 

                                      A’ δε μπορής παρά να κλαις το δείλι,
                                      τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
                                      θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.»

 

                                                                                                    Ντίνα Σ. Μήτσου

 

Follow us: