Είναι μερικοί άνθρωποι που ονειρεύονται την άνοιξη και περιμένουν από τα βάθη
του ορίζοντα να φανεί εκείνο το πλοίο που έχει το φουγάρο του στολισμένο με τα
πρωινά της άνοιξης και τα θαλασσοπούλια να κρατάνε το τιμόνι.
Και έχουν δίκιο, γιατί τα ανοιξιάτικα πρωινά έχουν κάτι το ξεχωριστό. Η φύση έχει
φορέσει τη λουλουδένια της φορεσιά, το χώμα παίρνει το φυσικό του χρώμα,
στεγνό όχι όμως αφυδατωμένο και φρυγμένο γιατί ο ήλιος δεν έχει προλάβει να το
ψήσει. Και την ώρα που γέρνει ο ήλιος είναι εξίσου μαγευτικά όταν περπατάς στα
μονοπάτια της Λέστας (περιοχή του Αγίου Γεωργίου) ανάμεσα σε θάμνους, βάτα,
καταπράσινες λυγαριές και βλέπεις το φιδόχορτο με τους κοκκινόκροκους κάλυκες,
τη μυρωδάτη αγράμπελη και άλλα διάφορα αγριολούλουδα να καμαρώνουν την
ανοιξιάτικη αμφίεση τους. Και τότε είναι η στιγμή που λες εδώ πρέπει να
ακουμπήσει η ψυχή μου και να ξεκουραστεί.
Συνεχίζοντας τον όμορφο περίπατο, ρουφούσαμε τις μυρωδιές του βουνού που
ευωδίαζε από θυμάρι, μέντα και άγριο δυόσμο. Κάποια στιγμή μέσα στην ησυχία
ακούσαμε την καμπάνα του χωριού να σημαίνει για τον εσπερινό και
φανταστήκαμε τον Αϊ Γιώργη καβαλάρη στο άσπρο του άλογο να χτυπάει τα πέταλα
στις πέτρες και αυτές να βγάζουνε γαλάζιες σπίθες σαν θυμίαμα για τον Άγιο.
Όσο περνούσε η ώρα και έπεφτε το δειλινό ακούγαμε μέσα στις ρεματιές τα
αηδόνια που έκαναν και αυτά το δικό τους εσπερινό στον Δημιουργό και θυμήθηκα
τα λόγια του ποιητή « Αν δεν ξυπνάς χαράματα πώς θες ν’ ακούς τ’ αηδόνια».
Έτσι αυτός ο περίπατος τα είχε όλα, αηδόνια, καμπάνες, λουλούδια όλα γεμάτα
από τη μυστική φωνή του Θεού και εύλογα έκανα ένα παράθυρο φυγής προς το
φως, την ελπίδα, την προσμονή και τη νοσταλγία για τα καλοκαίρια που φύγανε
μαζί με την ανεμελιά της νιότης μας. ‘Όπως είπα και στην αρχή είναι μερικοί
άνθρωποι που προσμένουν την άνοιξη και δεν βολεύονται με ‘’λιγότερο ουρανό’’
αλλά μετράνε τ’ άστρα όπως τα παιδιά.
Τελειώνοντας αυτή την όμορφη διαδρομή ‘’ήτανε σα να φιλούσαμε το χέρι της
σιωπής όπως φιλούνε το εικόνισμα οι τσοπάνηδες κατεβαίνοντας από τα
βοσκοτόπια για να λειτουργηθούνε’’ (Νίκος Γκάτσος).

Ντίνα Σ. Μήτσου

Follow us: