Φίλοι μου γειά σας. ‘Ύστερα από τις αρρώστιες, τη βαρυχειμωνιά και τα γεγονότα που ακούμε και βλέπουμε, νομίζω, ότι έχουμε όλοι μας ανάγκη από καθαρό οξυγόνο στην αναπνοή μας και στο μυαλό.

  Αν και είναι ακόμα χειμώνας, παίρνω την άνοιξη αγκαλιά και τον μικρό αδερφό μου από το χέρι και πάμε στο λιβάδι. Εγώ θα ήμουνα γύρω στα δώδεκα και ο αδερφός μου πέντε χρονών. Τον πήρα από το παιχνίδι λέγοντας του ότι εκεί που θα πάμε θα του πω ένα παραμύθι. Όταν φτάσαμε ,το λιβάδι είχε στρώσει το λουλουδιασμένο χαλί του και μας περίμενε. Στάθηκα σαν υπνωτισμένη από τα άπειρα και όμορφα δώρα της φύσης.

 Ξάπλωσα και αφουγκράστηκα τους ήχους της γης. Η γη έσκαγε το καύκαλο της και πεταγότανε το κεφαλάκι μιας νέας ζωής. Εγκυμονούσε η γη κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Φαίνεται ήρθε η ώρα της να γεννήσει φυτά και λουλούδια και ήταν η πιο γλυκιά ώρα της δημιουργίας. Σαν τη μάνα που ξαλαφρώνει από τις ωδίνες του τοκετού  και κρατά με λαχτάρα στον κόρφο της το νεογέννητο παιδί της.

  Και μέσα στην ιερή ωδίνη των γεννήσεων ξεχώριζε το ζουζούνισμα από τις μέλισσες που ρουφούσαν βιαστικά το νέκταρ των λουλουδιών για να το κάνουν γλυκιά αμβροσία γονιμοποιώντας ταυτόχρονα τα άνθη που τρυγούσαν. Ενώ παρατηρούσα αχόρταγα το μεγαλείο της φύσης, είπα και στο μικρό Χρήστο να βάλει το αυτάκι του στη γη και αφού το έκανε μου είπε “δεν ακούω τίποτα πάμε να φύγουμε να με πας στο γεφύρι να ψαρέψω”. Το γεφύρι αυτό δεν γνωρίζουμε αν ήτανε από τους αρχαίους χρόνους, διότι από κάτω πέρναγε ο ποταμός Φάλαρος από την Πόντζα και χυνότανε στον Κηφισό. Σήμερα δεν υπάρχει, θυσιάστηκε και αυτό στον βωμό του χρήματος και της ταχύτητας.

 Η ώρα πέρασε, μάζεψα λίγα αγριολούλουδα για το σπίτι, ευχαρίστησα την πλανεύτρα φύση και τον δημιουργό και ευχήθηκα να ζω συχνά τέτοιο όνειρο. Ανάψαμε και το καντηλάκι σ’ ένα εικονοστάσι που ήτανε στα αλώνια και ευχήθηκα να δίνει ο θεός κουράγιο στα δύσκολα. Να κουρνιάζουν οι ψυχές σε μπόρες δυνατές και άδικες. Σήμερα το λιβάδι είναι ένας άχαρος τόπος γεμάτος μπάζα και μαυρίλα.

 Και συνεχίζω σαν “φόρος τιμής”, (φόρος ανέξοδος αλλά ακριβός). Τα χρόνια περνούσαν, μεγάλωσα και η καλύτερη παρέα μου ήτανε οι μεγάλες γυναίκες που λέγανε ιστορίες παλιές, προκαταλήψεις, παροιμίες και οράματα. Εγώ τα κατέγραφα στο εργαστήρι της μνήμης και έτσι έπεσε ο σπόρος για το ενδιαφέρον για την λαογραφία και άρχισα να μαζεύω πληροφορίες για τις συνήθειες και τη ζωή των προγόνων μας. Έψαξα, ρώτησα για να βρω την ιστορική αλήθεια εκεί που πίστευα ότι υπάρχει. 

Το επιχείρησα για να μάθουμε σε ποιες ρίζες στηριζόμαστε και ποιοι χυμοί έθρεψαν αυτούς που έζησαν πριν από εμάς. Έτσι, όταν έφτασε η ώρα να βγει προς τα έξω όλη η έρευνα που έκανα και να κλείσω στα τρία μου βιβλία ότι ήθελα τον τόπο μου με “όλα του τα προικιά”, τα οποία είναι μια γνήσια έρευνα κατευθείαν από την πηγή της τοπικής μας παράδοσης. Δυστυχώς όλοι οι ηλικιωμενοι άνθρωποι έχουν φύγει από τη ζωή και έτσι δεν έχουμε αυτόπτες μάρτυρες για ένα πολιτισμό που χάνεται, ώστε να μπορέσουν να ανατρέξουν οι επόμενες γενιές. 

 Επίσης ταυτόχρονα με την έρευνα, άρχισα να μαζεύω παλιά αντικείμενα. Χαλκώματα, κεντήματα, φορεσιές από το 1850, παλιές φωτογραφίες, τα οποία είναι όλα στεγασμένα στο Ελικώνειο Μουσείο αγροτικής κληρονομιάς και το άλλο στους Τσουκαλάδες. Ευχαριστώ δημόσια τους δύο συλλόγους που δέχθηκαν με αγάπη του κόπους της ζωής μου. Καθώς και τα άρθρα που γράφω 20 χρόνια στην βοιωτική ώρα και τώρα στο Διάβημα, που είναι και αυτά μια παρακαταθήκη για τη νέα γενιά. Ευχαριστώ την εφημερίδα, καθώς και το δήμο Κορώνειας , το δήμο Λιβαδιάς  και την περιφέρεια για την έκδοση των βιβλίων μου, τα οποία μοιράστηκαν δωρεάν σε όλους και στο δημοτικό, γυμνάσιο και λύκειο του Αγίου Γεωργίου. 

Όλα αυτά λοιπόν που έγραψα σημάνουν την αγάπη για όλους με τις ευχαριστίες μου. Υπάρχει ακόμα και τέταρτο βιβλίο μου, έτοιμο για έκδοση. Αν θέλει ο θεός, θα σας το προσφέρω σαν γλυκό του κουταλιού.

Ντίνα Σ. Μήτσου

Follow us: