Ένας από τους πιο ταιριαστούς χαρακτηρισμούς που μπορούμε να δώσουμε στην εποχή μας είναι η «εποχή του απρόσωπου». Ζούμε μαζικά και απρόσωπα. Δεν συνειδητοποιούμε ότι η αληθινή αξία του ανθρώπου δεν επιβεβαιώνεται από τις κοινωνικές συμβατικότητες, ούτε καλλιεργείται μέσα στα σαλόνια και με φανταχτερά κοινωνικά συστήματα. Η αξία καλλιεργείται απλά και βαθιά μέσα στο πνεύμα του Θεού.

 Η αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις μου δόθηκε από μια εκδρομή στη Θεσσαλονίκη, πριν από χρόνια, όπου επισκεφθήκαμε την έκθεση με τους θησαυρούς του Αγίου Όρους. Και ήταν μια ευκαιρία για εμάς τις γυναίκες να θαυμάσουμε τα ιερά κειμήλια της μοναστικής κοινότητας του Άθωνα, μιας και η μετάβαση μας εκεί δεν επιτρέπεται. Με την επίσκεψη μας αυτή μας δόθηκε η δυνατότητα, έστω και για λίγο, να ξεφύγουμε από την ανεύθυνη αντίληψη που μας παρασύρει στο πως θα ζήσουμε πιο καλά και πιο πλούσια και να μεταφερθούμε νοερά στην Αθωνική Πολιτεία.

 Μπαίνοντας στο Βυζαντινό Μουσείο, όπου φιλοξενείται η έκθεση, ξεκινάμε τη γνωριμία μας με τους θησαυρούς μέσα από τις μακέτες και τις φωτογραφίες που έχουν τη δύναμη να εκμηδενίζουν το χρόνο και τις αποστάσεις και να μας μεταφέρουν νοερά στο Περιβόλι της Παναγίας. Περπατάμε στα μονοπάτια, που μερικές φορές είναι δύσβατα, και ακολουθούμε τα βήματα των μοναχών. Βλέπουμε τους αγιογράφους να δημιουργούν συνεπαρμένοι από την ατμόσφαιρα του ουρανού και της γης. Μπαίνουμε σιωπηλοί στην εκκλησία την ώρα του εσπερινού ή του όθρου και ακούμε τη γη να συνομιλεί με τον ουρανό. Η ώρα τρέχει μα εμείς, σα να είμαστε έξω από το χρόνο, ρουφάμε τη δύναμη της ορθοδοξίας, για να την κάνουμε δική μας δύναμη. Κάποια στιγμή τη ματιά μας μαγνητίζει μια μικρή σε μέγεθος εικόνα, η «Άκρα ταπείνωσις», όπως μας την είπαν. Η ματιά του Ιησού μας ατενίζει πονεμένη, τα σημάδια των παθών είναι εμφανή και η Παναγία σιωπηλά τον αγκαλιάζει. Κανείς δεν σχολιάζει, τα λόγια είναι περιττά! Τι μπορεί να πει κανείς τούτη τη στιγμή;

 Οι επόμενες αίθουσες μας ταξιδεύουν στο μεγαλείο του ουρανού και της Ορθοδοξίας! Εικόνες, ευαγγέλια, καντήλια ασημένια, χρυσά άμφια, θυμιατά, ιερά σκεύη, περγαμηνές, αυτοκρατορικά χρυσόβουλα προσθέτουν στην ατμόσφαιρα όλη τη βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Το ταξίδι μας στον Άθωνα ολοκληρώνεται με τις φωτεινές διαφάνειες που μας δείχνουν την πλούσια χλωρίδα και πανίδα του ιερού βουνού.

 Το ρολόι ξαναγυρνά στο παρόν, και τα βήματα μας μάς οδηγούν στο αρχαιολογικό μουσείο. Εδώ θαυμάζουμε την κληρονομιά των αρχαίων προγόνων μας. Τα εκθέματα από τα ευρήματα της Βεργίνας μας συνεπαίρνουν. Μέσα από την ξενάγηση ταξιδεύουμε στα βάθη της ιστορίας, νιώθουμε δίπλα μας τον Μέγα Αλέξανδρο, ακούμε τον καλπασμό του Βουκεφάλα, παίρνουμε μέρος στις μάχες και ζούμε τη δική τους καθημερινότητα.

 Μετά απ’ αυτά, γεμάτοι από Ελλάδα και υπερηφάνεια κατευθυνόμαστε προς το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα. Σ’ αυτό το σημείο αφηνόμαστε στη λεκτική καθοδήγηση της ξεναγού, συγχρονιζόμαστε με τους παλμούς της καρδιάς της σύγχρονης Μακεδονίτισσας, που εξιστορεί τα γεγονότα μοναδικά, κάνοντας τα μάτια μας να δακρύζουν και την καρδιά μας να χτυπά στους ήχους της ορθόδοξης καμπάνας. Φεύγοντας το παρόν γίνεται κοντινό… παρελθόν, για να μείνει μια ανάμνηση γεμάτη από Παύλο Μελά, μ’ ένα τραγούδι στο μυαλό: «Μακεδονία ξακουστή…».

 Το ταξίδι μας τελειώνει με την επίσκεψη στη μεγαλοπρεπή εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, όπου καταθέτουμε τα «ευχαριστώ» για τα όσα ζήσαμε και τις αιτήσεις για ότι προσδοκούμε. Εκφράζουμε, τέλος, και την ευγνωμοσύνη μας για τους φρουρούς της ορθόδοξης πίστης και των παραδόσεων του γένους μας.

Γράφει η Ντίνα Σ. Μήτσου 

 

Follow us: