Αφιερωμένο στην πόλη μου 

  Το ποτάμι της πόλης μας, είναι για μένα, ένα μυστικό καταφύγιο. Εκεί θα με βρεις όταν είμαι φορτωμένος ψυχολογικά. Εκεί με οδηγούν τα βήματά μου, πάντα, όταν θέλω να ξαλαφρώσω και να πετάξω από πάνω μου, όλη την αρνητική ενέργεια που με βαραίνει. Συνήθως, επιλέγω ένα μέρος, που να μην είναι τόσο προσιτό στους άλλους περαστικούς. Τα καλοκαίρια ειδικά, που γίνεται πανικός, στην κυριολεξία, από τους νέους που πίνουν το καφεδάκι τους ή τις μπυρίτσες τους στα γραφικά μαγαζιά, που είναι στη σειρά και κατά μήκος του ποταμού για να μπορούν ν’ αγναντεύουν και ν’ απολαμβάνουν τη θέα του.

  Εμένα, βέβαια, περισσότερο με γοητεύει ο χειμώνας και το φθινόπωρο. Αυτές οι δυο εποχές είναι πιο κοντά στον ψυχισμό μου. Μπορώ να καθίσω με τις ώρες στα σκαλοπάτια που οδηγούν στην όχθη του και να χαζεύω τους τεράστιους πλάτανους που δεσπόζουν στο τοπίο. Ο ψίθυρος του νερού με συντροφεύει και πολλές φορές μου εκμυστηρεύεται τα μυστικά του. Κι ύστερα, κάνω κι εγώ το ίδιο. Αρχίζω να πετώ τις σκέψεις μου μια μια στα βαθιά νερά του, να τις μοιράζομαι μαζί του, ώσπου να αδειάσω το φορτίο του μυαλού μου. Τις βλέπω να κολυμπούν και ν’ ακολουθούν την ορμή του. Ν’ απομακρύνονται και να μ’ αποχαιρετούν, σαν φίλοι καρδιακοί που αποχωρίζονται για πάντα. 

  Ένα βράδυ, αργά με πανσέληνο, διάλεξα να σταθώ ξανά στο ίδιο μέρος. Εκεί στα αγαπημένα μου σκαλάκια, να θαυμάζω το κεφάλι της παιδούλας Έρκυνας που στεκόταν απέναντί μου και με κοιτούσε απορημένη. ‘’Πάλι εδώ είσαι εσύ; Καλά, δεν έχεις σπίτι; Γυναίκα; Παιδιά; Ερωμένη; Τόσο ωραία βραδιά με πανσέληνο και κάθεσαι μονάχος σου χωμένος εδώ μέσα;’’ Την άκουσα να μου ψιθυρίζει κάποια στιγμή. 

  Χαμογέλασα ασυναίσθητα. Κατάλαβα πως το μυαλό μου, άρχισε να παίζει επικίνδυνα παιχνίδια, που, αν τα ακολουθούσα κινδύνευα ίσως να παρεξηγηθώ, από τους περαστικούς που θα με άκουγαν να κουβεντιάζω μονάχος μου. Κατέβηκα δυο σκαλοπάτια ακόμα κι έφτασα ακριβώς στην όχθη του. Κάθισα κατάχαμα στις πετρούλες και βούτηξα τα χέρια μου στο νερό. Η επαφή μου μαζί του με ανατρίχιασε. Η Έρκυνα συνέχισε να με κοιτάει και να περιμένει μια απόκριση στις ερωτήσεις της. Καθώς τη χάζευα κι εγώ από μακριά, είδα πως στα μαλλιά της είχε ένα λαμπερό στεφάνι από το φως του φεγγαριού που στεκόταν από πάνω μας. Με συνεπήρε η ομορφιά της! Δε θέλησα να την κακοκαρδίσω κι άρχισα να της μιλάω, συνεχίζοντας να παίζω με το νερό που έτρεχε σαν χείμαρρος ορμητικά μπροστά μου.

  “’Είμαι ένας απλός περαστικός, που με μαγεύει το ποτάμι κι η ιστορία του στο διάβα των αιώνων. Ασκεί πάνω μου μια παράξενη γοητεία. Με προσκαλεί συνεχώς με τους ψιθύρους του, να ’ρθω κοντά του, να του κρατήσω συντροφιά. Είμαι ένας άνθρωπος θνητός που θα φύγω για πάντα μια μέρα. Μα το ποτάμι κι εσύ όμορφη νύμφη, θα συνεχίσετε να υπάρχετε για πάντα. Άλλοι άνθρωποι θα καθίσουν στις πέτρες του και θα μοιραστούν τα μυστικά τους μαζί σας. Κι εγώ από ψηλά, θα σας φωνάζω πόσο πολύ μου λείπετε…”

  Μόλις τέλειωσα τις συστάσεις μου μαζί της, σήκωσα τα μάτια να την κοιτάξω ξανά, να βεβαιωθώ πως με άκουσε. Η όμορφη Έρκυνα κοιμόταν γαλήνια στην αγκαλιά του Μορφέα, κάτω από το φως του φεγγαριού και δεν άκουσε τίποτα απ’ όσα της εμπιστεύτηκα τελικά.   

Γράφει η Νίκη Μπλούτη – Καράτζαλη

Follow us: