Καλοκαίρι στο χωριό μου στις Αλαλκομενές. Χωματόδρομοι. Άπλα παντού και τα παιδιά ξυπόλυτα.
Τρέχαμε στο κρυφτό, στο κυνηγητό. Τρέχαμε στο λιβάδι με μια φέτα ψωμί στο χέρι, βρεγμένο από πάνω για να καθίσει η ζάχαρη και να κάνει κρούστα.
Ήταν τότε που κυνηγούσαμε τους ανέμους και αντιλαλούσε όλος ο υπέροχος κάμπος του χωριού μας από τα ποδοβολητά και τις φωνές.
Το σημερινό μου θέμα θέλω να το αφιερώσω στους παιδικούς μου φίλους.
Ίσως γιατί έρχονται πάντα στο νου μου τέτοιες τρυφερές στιγμές. Ίσως γιατί με τίμησαν με τον καλό τους λόγο, ίσως γιατί μου συμπαραστάθηκαν εκεί που έπρεπε…
Αυτοί ξέρουν ότι μέσα στις φλέβες μου κυλάει το χωριό μου. Ίσως γιατί αγαπώ την ιστορία του και τον αξέχαστο κόσμο του.
Το αφιερώνω στις αγράμματες μητέρες μας που μας περνούσαν μηνύματα με τον δικό τους τρόπο.
Τότε που αυτές οι ηρωίδες ετοίμαζαν τα κορίτσια τους για τη ζωή και την οικογένεια. Δίδασκαν το σεβασμό με το παράδειγμα τους, την αγάπη στον σύντροφο και στα παιδιά.
Και πράγματι όλη η δική μου γενιά ακολούθησε πιστά τις συμβουλές και τις μετέδωσε στα δικά της παιδιά, αφού έμαθε το νόημα της ζωής, όπως την αγάπη, την εκτίμηση, τη δημιουργία, την πίστη στο Θεό και στα ιδανικά.
Θυμάμαι  το περιβόλι του πατέρα μου με τις ανθισμένες ροδιές. Εκεί υπήρχε μια πηγή με κρυστάλλινο νερό που ξεδιψούσαν τα αγόρια του χωριού αφού, μες στο καταμεσήμερο, στο αυλάκι της έψαχναν για καβούρια μέσα στις τρύπες κοντά στο νερό.
Εμείς τα κοριτσόπουλα κυνηγούσαμε πεταλούδες πολύχρωμες, που μεθυσμένες από τον ήλιο και το φως πετούσαν παντού.
Επίσης εκείνο που θυμάμαι έντονα είναι  τα χελιδόνια που πετούσαν τα δειλινά κυκλικά πάνω από τη στέγη του πατρικού μου.
Θυμάμαι τις μάνες όταν έρχονταν το βράδυ κουρασμένες από τα χωράφια με γεμάτες τις χούφτες τους νερό , ψωμί και αγάπη βγαλμένα από το μητρικό ΤΑΜΕΙΟ ΖΩΗΣ που ποτέ δε θα έχει έλλειψη.
  Θέλω να ξυπνήσω τις μνήμες όλων των τότε παιδιών, από την κεντρική βρύση του χωριού η οποία δεν υπάρχει πια, που με τα κουβαδάκια ποτίζαμε το μποστάνι του πολιτισμού του χωριού μας. Ενός πολιτισμού με το πανηγύρι, τα δημοτικά μας τραγούδια, τις θεατρικές παραστάσεις, τα έθιμα, τα χρώματα και τα αρώματα από τις μοσχοβολιές του καλοκαιριού.
 Το τελευταίο κομμάτι από το θέμα μου το αφιερώνω στον σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού και στα τρένα που «περάσαν και φύγανε» και εννοώ τα τρένα της δικής μου εποχής τα οποία είχαν ψυχή και μιλούσαν μαζί μας για τη μεγάλη πολιτεία την Αθήνα. Τότε που υπήρχε η χαρά της προσμονής για την επιβίβαση και την αποβίβαση.
Τώρα όλα θυσιάζονται στο βωμό του χρόνου και της ταχύτητας. Εκεί που ήταν ένας μικρός οικισμός και κυψέλη εργασίας βασιλεύει η ερημιά ενώ οι μοντέρνες αμαξοστοιχίες απαξιούν να σταματήσουν σ’ αυτό το μικρό σταθμό που έχει τη δική του ιστορία.
  Τούτα τα ελάχιστα τα προσφέρω στο χωριό μου σαν γιασεμιά περασμένα σε μια ακτίνα του ήλιου, με την υπόσχεση, πριν τα τριαντάφυλλα της μνήμης μου μαραθούν, να κλείσω στο καινούργιο μου βιβλίο όλη την ιστορία και τον αρχαίο πολιτισμό του χωριού μας.

                                                                                           Ντίνα Σ. Μήτσου
Follow us: