Η Ανατολή του Νέου ’21

Ένα άρθρο που γράφηκε στις 25 Μαρτίου 1941 από τον αείμνηστο δημοσιογράφο Γεώργιο Φτέρη και δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Αθήνας τα «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ» μας ξεναγεί στη διαχρονικότητα του πνεύματος του εικοσιένα και στα μεγάλα διδάγματά της. Μία ιστορική αναφορά που θα θεωρούσα ένοχα τα πατριωτικά αισθήματά μου εάν δεν την παρέθετα. Γράφει συγκεκριμένα:

«Αυτό το κρασί το αθάνατο, όπως το χαρακτηρίζει ο ποιητής, είνε το πνεύμα Ελευθερίας. Κι αυτό το πνεύμα δεν έσβυσε ποτέ μέσα στην καρδιά των Ελλήνων, ούτε κατά τις τραγικώτερες, τις σκοτεινότερες περιόδους της ιστορίας μας. Να για ποιο λόγο μιλώντας για την Επανάστασι, χρέος μας είνε να ξεκινάμε πάντα από πολύ μακρυά. Ιστορικώς βέβαια άρχισε τις ημέρες αυτές που εορτάζομε την επέτειό της. Αλλά ηθικώς η επανάστασις της φυλής μας για την ελευθερία της, είχε αρχίση αιώνες προτηνότερα, από τότε που την εχτύπησε η μοίρα της σκλαβιάς. Θα έλεγε κανείς, από την επομένη της Αλώσεως. Τόσο απαράδεκτο ήτονε, για την περήφανη θέλησι της Ελλάδος, το να υποκύψη στη μοίρα, όσο αμείλικτη κι αν παρουσιαζότανε ανάμεσα από τα πραγματικά γεγονότα και να αντιμετωπίση την πολιτική υποδούλωσί της σαν μία μόνιμη κατάστασι. Να το μεγάλο ηθικό νόημα της ιστορίας μας, εκείνο που ιδιαίτατα χαρακτηρίζει το ελληνικό κόσμο, από τα παληά χρόνια, μέχρι τώρα. Από την εποχή των Μηδικών πολέμων, ως το σημερινό, που είνε επίσης ένας πόλεμος εναντίον των επιδρομέων. Αρνούμεθα τη σκλαβιά. Και κάθε φορά που έτυχε να μας την επιβάλουν τα πράγματα, μέσα στη μακραίωνα ζωή μας, της γεμάτη από παλίρροιες και αμπώτιδες, αμέσως η εθνική ψυχή, σαν το ανεπίβατο άλογο, αγωνίζεται να σπάση το χαλινάρι. 

Ο Σουλτάνος δεν είχε καλά –καλά εγκασταθή στη μαγευτική πολιτεία που έπεσε στα χέρια του, ούτε είχε σβύση ακόμη ο αντίλαλος των συγκρούσεων γύρω από την πύλη του Ρωμανού, όταν έξαφνα ένα επαναστατικό ρίγος διέδραμε όλο το ελληνικό σώμα, από τον Ίστρο, έως τον Ισθμό. Αυτό φαίνεται στο «Θρήνο της Κωνσταντινουπόλεως». Από τότε η φυλή δεν έμεινε ήσυχη, ούτε μία στιγμή, γιατί δεν την άφινε ο καϋμός της ελευθερίας. Από το 1453 έως το 1821 διαρκώς αγωνίζεται. Οι αποτυχίες δεν την απογοητεύουν ποτέ, τουναντίον χαλυβδώνουν την επιμονή της και ενισχύουν το μαχητικό πνεύμα της. Το 1463 επαναστατούν οι Αρκάδες και οι Λακεδαιμόνιοι, με τη βοήθεια των Κρητικών. Το 1470, στη Χαλκίδα, ο Μωάμεθ ο 2ος, συναντά μαζί με την ανδρική αντίστασι και τη θυσία των γυναικών. Το 1479 ξεσηκώνεται η Μάνη. Το 1532 ξεσηκώνεται η Πάτρα. Το 1585 ξεσηκώνεται η Ακαρνανία. Έπειτα η Άρτα με την άλλη Ήπειρο. Επακολουθεί στην Πελοπόννησο, η προσπάθεια για το κίνημα με το Κάρολο Νεβέρ, που ασχέτως προς τη ματαίωσί του, είνε ωστόσο χαρακτηριστικό, γιατί δείχνει την ηθική ετοιμότητα που υπήρχε πάντα για την επανάστασι. Παραλλήλως ανοίγει άλλο κεφάλαιο, της Κρήτης. Μετά τις αδιάκοπες εξεγέρσεις εναντίον των Ενετών, καινούργιες τώρα, σκληρότερες και αποφασιστικώτερες κατά των νέων κατακτητών της. 

Επί αιώνεςς αυτό το μεγάλο δράμα συνεχίζεται αδιάκοπα, χωρίς ανασασμό. Σε όλα τα νησιά  και σ’ όλες τις στερηές της Ελλάδος, παντού η ίδια εθνική ζύμωσις. Από τη μια και από την άλλη  μεριά του Ισθκμού ξεκινάνε δυνατά ρεύματα προς όλα τα μέρη. Ο Όλυμπος, η Πίνδος, τα Άγραφα, η Χειμάρρα, Μωρηάς και Ρούμελη, η δυτική και η ανατολική Ελλάδα, τίποτε δεν αδρανεί. Τα κινήματα διαδέχονται το ένα τ’ άλλο. Δεσποτάδες, παπάδες θυσιάζονται. Ο πληθυσμός εξολοθρεύεται. Ήρθε η στιγμή κατά το τέλος του 17ου αιώνος, που δεν είχε όλη η Πελοπόννησος παρά  85.000 κατοίκους. Και όμως το ελληνικό κλήμα αν και χτυπημένο στις ρίζες του, ξαναφουντώνει, ξαναμεγαλώνει, ξαναπετά ακράτητες τις βέργες του επάνω σε κάμπους και βουνά. Στο 1770, με την ελπίδα του Ορλώφ, πάλι όλοι βρεθήκανε στο ποδάρι. Στη Μάνη, στην Πάτρα, στην Ανδρίτσαινα, στην Κόρινθο, στη Βόνιτσα, στο Βάλτο, στην Παρνασσίδα, στο Μεσολόγγι, στη Λειβαδιά, παντού όλοι απαντούν με τον προθυμότερο ενθουσιασμό τους στο σύνθημα της επαναστάσεως. Το κίνημα αποτυγχάνει, αλλά αυτό δεν έχει καμμιά σημασία για την εθνική ορμή. Οι Σφακιανοί ανθίστανται ολόκληρους μήνες κι ο Δασκαλογιάννης περνά χωρίς να βγάλη ούτε ένα βόγγο, από το μεγάλο μαρτύριο. Εν τω μεταξύ όλα τα κορφοβούνια έχουν γεμίση από τραγούδια δημοτικά, όπου ο λόγος είνε πάντοτε για την ελευθερία. Κι αυτά τα τραγούδια είνε όλα βγαλμένα από τα σπλάχνα του λαού. Ο πατε΄ρας πεθαίνει αφίνοντας πάντα την ίδια εντολή. Μόλις γίνη παλληκάρι το παιδί του, να ξεθάψουν τα δικά του τ’ άρματα τα χωμένα στο Άγιο Βήμα της Εκκλησίας και να του τα παραδώσουν. Τίποτ’ άλλο. Αυτός ξέρει πως θα τα μεταχειρισθή. Κι όταν το Φεβρουάριο του 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης φωνάζει «Ζήτω η Ελευθερία» στην περίφημη προκήρυξί του, και ζητεί να τρέξουν όλοι οι Έλληνες, προσθέτει: ‘‘γιατί όσοι μείνουν αδιάφοροι ας ηξεύρωσι ότι θέλουν επισύρει εις τον εαυτόν τους μεγάλην ατιμίαν και ότι η πατρίς θέλει τους θεωρεί νόθους και αναξίους του Ελληνικού Ονόματος’’. 

Από της απόψεως λοιπόν της ηθικής προετοιμασίας, το Εικοσιένα ήτο μία επανάστασις ώριμος. Το καταπληκτικόν είνε άλλο. Είνε το γεγονός, όπως τονίζει ο Παπαρρηγόπουλος, ότι κατώρθωσε να ανθέξη και να διεξαχθή. Γιατί τι είχε απέναντί της η υπόδουλος Ελλάς, όταν ξεσηκώθηκε: Ένα πελώριο κράτος, με ισχυράν στρατιωτικήν, οικονομικήν και διοικητικήν οργάνωσιν. Έναντι του οποίου δεν διέθετε παρά υποτυπώδη υλικά μέσα. Δεν είχε σχεδόν τίποτε όταν άρχισε τον αγώνα, ούτε όπλα, ούτε λεπτά. Ούτε κυβέρνησι. Ούτε την υποστήριξι της Ευρώπης –αυτό έγινε αργότερα – ενώ αντιθέτως η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ισχυροτάτους συμμάχους, οι οποίοι εθεωρούσαν απαραίτητη την ακραιοτητά της είς την Ανατολή. Δεν είχαμε παρά τα ολίγα γράμματα που μαθαίναμε στο Χτοήγι, την ελληνική ψυχή μας και τη θέλησι να ζήσωμε ελεύθεροι επάνω σ’ αυτά τα άγονα αλλά άγια χώματα που μας άφησαν οι πρόγονοί μας. Ωστόσο νικήσαμε. Όπως θα νικήσωμε και τώρα,  όπως θα νικάμε πάντοτε. Γιατί σ’ όλους μας τους αγώνες, από την εποχή των Περσών, προασπίζομε πάντοτε τον άνθρωπο εναντίον του κτήνους.»  

Γράφει: ο Γ. Κωσταγιάννης 

Πρόεδρος του Μορφωτικού

Συλλόγου Λεβαδείας

Follow us: