Είναι αργά το μεσημέρι κι ο πατέρας μας που είχε φύγει τα χαράματα για τη δουλειά, μόλις επέστρεψε στο σπίτι, με αργά βήματα σκεπτικός και κουρασμένος. Κοίταξε γλυκά και χαμογέλασε στη μητέρα, αυτή του πήρε το παλτό και του χάιδεψε την πλάτη. Εκείνος έδωσε ένα φιλάκι σε μας και μας χάιδεψε το κεφάλι ανακατεύοντάς μας παιχνιδιάρικα τα μαλλιά.

Σωριάστηκε σε μία πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι και έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Η μάνα έσπευσε να ετοιμάσει το τραπέζι. Ο πατέρας έτρωγε βιαστικά και λαίμαργα. Με μουγκρητά ευχαρίστησης επιβραβεύοντας τη μαγειρική της μάνας. Μάλλον δεν είχε φάει όλη μέρα, παρασυρμένος από τη δουλειά του. Μετά δειλά με κάποιες τύψεις για τη βιασύνη του, πήγε στο υπνοδωμάτιό του. Ήθελε να ξεκουραστεί.

Η μαμά μας έκανε νόημα να μη θορυβούμε, κατανοώντας την κούρασή του, δικαιολογώντας και τη βιαστική αποχώρησή του από το τραπέζι. Δεν άργησε πολύ και πάλι ο πατέρας ήρθε μαζί μας. Απόλαυσε έναν καφέ που του ετοίμασε η μητέρα και μας έπιασε την κουβέντα. Μας είπε καλαμπούρια να φτιάξει η ατμόσφαιρα και μας ρωτούσε για τα δικά μας νέα, το σχολείο και άλλα.

Αργότερα σηκώθηκε, η μάνα κατάλαβε, και του έφερε το παλτό. Θα πάω μια βόλτα μέχρι το καφενείο του Καρόκη, μας είπε, και θα γυρίσω γρήγορα. Βγήκε να δει λίγο τους φίλους του, να μιλήσουν για δουλειές, να πιει ένα τσίπουρο, να μάθει τα νέα της πόλης. Φεύγοντας από το καφενείο, η τσίκνα από την ταβέρνα “τα κοψίδια” του έσπασε τη μύτη, μπήκε μέσα και ζήτησε να του βάλουν σε μία λαδόκολλα, λίγο κοντοσούβλι και λίγο κοκορέτσι.

Τα έφερε στο σπίτι και η μητέρα τον κοίταξε γλυκά. Του έδωσε ένα φιλάκι και έσπευσε να φέρει το κρασί. Εμείς χοροπηδούσαμε χαρούμενοι. Οι μεζέδες ήταν νοστιμότατοι. Τρώγαμε και γλύφαμε τα δάχτυλά μας. Ο πατέρας γευόταν πιο πολύ τη χαρά μας, παρά τους μεζέδες. Πού και πού κατάπινε κι έναν κόμπο συγκίνησης. Τα μάτια του γυάλιζαν από χαρά. Η μαμά τον κοίταξε λατρευτικά και μετά πήγε στην κουζίνα. Επέστρεψε φέρνοντας ένα γλυκό που είχε φτιάξει η ίδια με αγνά υλικά και όλα τα όμορφα συστατικά της ψυχής της.

Σιγοτραγουδήσαμε, μάλλον φάλτσα, παραδοσιακά τραγούδια, που τα συνοδεύσαμε με επίδειξη χορού, μια και είμαστε μέλη του χορευτικού ομίλου. Ξαναμμένοι απ’ το χορό και το τζάκι, καταλήξαμε σε αγκαλίτσες ευτυχίας. Θεέ μου είναι τόσο απλό πράγμα η ευτυχία.. Φτιάχνεται με λίγα αγαθά και πολλή αγάπη. Όλα τα καλά τελειώσανε για σήμερα. Αύριο πάλι, αν συμφωνεί και ο Θεός. Ο πατέρας πάει να κοιμηθεί, θα σηκωθεί πάλι αύριο τα χαράματα για τη δουλειά του.

Τον κοίταζα και μου φαινόταν πανύψηλος, τεράστιος, Θεός, που μεριμνά για τους αγίους του. Με τη φαντασία μου του φόρεσα τεράστιες φτερούγες, που κάλυπταν εμάς τα κλωσόπουλα, που γευόμασταν την την ευτυχία της προστασίας και της αγάπης του. Μα αν γιορτάζουμε μια φορά το χρόνο την ημέρα της μητέρας, την ημέρα του πατέρα θα έπρεπε να τη γιορτάζουμε δύο φορές. Παρακαλώ να με συγχωρήσουν οι φεμινίστριες, αλλά σήμερα θέλω καθ’ υπερβολήν να υποστηρίξω τον πατέρα, μεροληπτώντας, ίσως γιατί είμαι κι εγώ πατέρας. Ίσως γιατί του αξίζει. Αύριο πάλι η ισότητα.

Δ.ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Follow us: