Μπόμπιρας προβληματισμένος, μεγαλοβδομάδα του 1950.

Σκεφτόμουνα, και φανταζόμουνα το Χριστό μας έναν Αγωνιστή, έναν Ειρηνικό Επαναστάτη, που ‘χε για λάβαρο ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη, την Ανθρωπότητα θαρρώ, ενάντια στο κακό και την αμαρτία, κι εμείς, οι μικροί αθρώποι που φοβόμασταν μη χάσουμε πλούτη και μεγαλεία, τον κυνηγούσαμε να τον σκοτώσουμε.

   Το έβρισκα άδικο · φρικτό.

   Τον ήθελα τον Ιησού κάτι σαν τον Άϊ-Γιώργη σε άτι καμαρωτό μ’ ολόχρυσο σπαθί, να τον φοβούνται και να γίνουνε όλοι καλοί.  Γιατί, σκούπιζα τα ματάκια μου όταν τον σκεφτόμουνα απροστάτευτο να θέλουνε να τον σταυρώσουν.

   Κι ήρθε η Μεγάλη Πέμπτη με τις εκκλησιές βουτηγμένες στο πένθος, μαύρες και μαβιές κορδέλες, τα μισά κεριά σβηστά, παπάδες και παπαδάκια στα μαύρα και τα Ευαγγέλια, Δώδεκα. Κι η ορθοστασία δύσκολη τόσες ώρες. Έκανε και κρύο, πολλά τα χνώτα, ζεσταινόμασταν.

   Άκουγα τα Ευαγγέλια κι έβαζα απ’ ένα δαχτυλάκι στην άκρη.

   Ξανασηκώθηκαν οι Χριστιανοί, μέτρησα, ήταν το πέμπτο δαχτυλάκι.

   Δύσκολη η καθαρεύουσα, αλλά σαν άκουσα «Στέφανο εξ ακανθών… άρον-άρον σταύρωσον Αυτόν…» συγκλονίστηκα, σταυροκοπήθηκα. Τέλειωσε το Ευαγγέλιο, ακούστηκαν λίγοι ακόμα ύμνοι, έπεσε νεκρική σιγή.

   Την διέκοψε το θρόισμα από τα ράσα, το θυμιατό και βήματα. Πολλά βήματα. Μονότονα, πένθιμα.

   Μπροστά οι λαμπάδες εξαπτέρυγα και θυμίαμα, πίσω ο παπά Μιχάλης.

   Αψηλός, μαύρη γενειάδα, ξέπλεκα κορακίσια μαλλιά ως τη μέση, μπλαβισμένες κατακούτελα φλέβες πεταμένες όξω, ολόδροτος, τα τεράστια μάτια του βρεμένα, σε έκσταση, και τα τεντωμένα στιβαρά του χέρια με τον Εσταυρωμένο να τρέμουν από δέος. Στεντόρεια, παλλόμενη η φωνή του γιόμιζε θρήνος την κατακόμβη.

   «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…»  

   Είδα τα καρφιά, είδα το αίμα να τρέχει κι ένιωσα μαζί μου να κλαίνε αθρώποι, εικόνες και τέμπλο.     Τον βάλανε στη μέση και τον φορτώσανε στεφάνια.

   Ήρθε η ώρα, φίλησα τα πόδια Του που έφτανα, και δεν έφευγα, γιατί Τον λυπόμουνα, μόνο Του, στο Σταυρό απάνω όλη τη νύχτα.    Γιατί;;

   Έπρεπε φαίνεται να περιμένουμε τις κοπελιές πρωί-πρωί μ’ αγκαλιές λουλούδια, να βάλουνε τέχνη πολλή, να στολίσουνε τον Επιτάφιο, να τον εκάνουνε όμορφο, μυρωδάτο, σαν που ταίριαζε, μνήμα για το Σωτήρα μας. Ένα έργο τέχνης.

   Και το βράδυ, περίμενα, στο μέσον της ακολουθίας, να πάρουνε τα παλικάρια τον Επιτάφιο, κι όλοι μαζί, να γυρνάμε δρόμους και σοκάκια, όλο το χωριό, απόσταση μεγάλη, με τα εξαπτέρυγα, παπάδες και ψαλτάδες και τη χορωδία των κοριτσιών με τον ανεπανάληπτο δάσκαλο το Γιάννη επικεφαλής, να ψέλνουνε τα εγκώμια, κι απ’ όπου περνάγαμε, στις πόρτες οι γυναίκες με λαμπάδες και θυμιατά να προσκυνάνε, για να καταλήξουμε στην πλατεία μπροστά στην εκκλησιά, Επιτάφιοι και πιστοί.  

   Χαρά κι ευλάβεια μεγάλη να περάσω όρθιος από κάτω, να μπω στην εκκλησιά, να ξανανάψω την πένθιμη λαμπάδα μου, που να πω την αλήθεια δεν μου άρεζε. Ήθελα την άσπρη, την πλουμιστή, από το νουνό μου, τον Αριστοτέλη, που, ντυμένος στα πιο καλά μου, και μ’ ευτυχώς, καινούργια παπούτσια, βαστούσα, μαζί μ’ όλο το τσούρμο να πάρω το Άγιο Φως από το χέρι του σεβάσμιου παπά-Μιχάλη.

   Θαύμαζα το μπάρμπα-Γιάννη τοn καντηλανάφτη με τη βράκα, πώς με το μακρύ κοντάρι και το κερί στην άκρη άναβε πολυελαίους και μανουάλια, που είχε σβήσει πριν λίγο με το μεταλλικό χωνάκι.

   Όλα αστράφτανε σήμερα. Άσπρες οι κορδέλες και τα λάβαρα κι οι παπάδες με τα  καλά τους, τα χρυσά τα άμφια να παίρνουνε θέση στον αυλόγυρο, στη μικρή εξέδρα.

   Κι εμείς, έτοιμοι, με τα κόκκινα αυγά να κατρακόσουμε, να φάμε και κανένα κουλούρι, δώδεκα ακριβώς, σα χτύπαγαν χαρμόσυνα οι καμπάνες κι οι τρακα-τρούκες παραβγαίνανε με το κάψιμο του Ιούδα, κι αγκαλιές, ευχές και φιλιά, στο πρωτάκουσμα του  Χριστός Ανέστη.  

Κι όλοι μαζί, σμάρι βουερό, ψέλναμε ξανά και ξανά το μήνυμα το μεγάλο.     

Καλή Ανάσταση φίλοι μου.

Γιώργος Καμβυσέλλης.

 

Follow us: